κακόν, το
Ερμηνεία:
[αυτό που προκαλεί βλάβη, καταστροφή, αυτό που έρχεται σε αντίθεση με τον ηθικό νόμο, (βλ. κακή)]
Ετυμολογία:
(Ομηρ.)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ...(νόμιζε ότι θα του προκαλείτο κάποιο κακό συμβάν ή γεγονός, το είχε ως κακό οιωνό) [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|